συνεκδοχικός

συνεκδοχικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που αναφέρεται στη συνεκδοχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνεκδοχικός — ή, ό / συνεκδοχικός, ή, όν, ΝΑ [συνεκδοχή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην συνεκδοχή 2. αυτός που λέγεται κατά συνεκδοχή. επίρρ... συνεκδοχικώς / συνεκδοχικῶς ΝΜΑ, και συνεκδοχικά Ν κατά συνεκδοχή μσν. μερικώς αρχ. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνεκδοχικώτερον — συνεκδοχικός making use of adverbial comp συνεκδοχικός making use of masc acc comp sg συνεκδοχικός making use of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικῶν — συνεκδοχικός making use of fem gen pl συνεκδοχικός making use of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικόν — συνεκδοχικός making use of masc acc sg συνεκδοχικός making use of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικῶς — συνεκδοχικός making use of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδοχικῷ — συνεκδοχικός making use of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”